- ὔμοι
- ὔμοι, Adv., [dialect] Aeol. for ὁμοῦ, Sapph.Supp.23.13, Epigr.Gr.988.3 ([place name] Balbilla). [full] ὔμοιος, α, ον, [dialect] Aeol. for ὅμοιος (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὔμοι — at the same place indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύμοι — Α επίρρ. (αιολ. τ.) βλ. ομού … Dictionary of Greek
ομή — ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) [ομός] επίρρ. ομού, μαζί … Dictionary of Greek
ομού — (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι) επίρρ. 1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ) 2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.) αρχ. 1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ… … Dictionary of Greek